φωλώ

φωλώ
-έω, Α [φωλεός / φωλεά]
φωλεύω («τὰ δ' ἔντομα σχεδὸν ἅπαντα φωλεῑ», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωλητήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που παραμένει κρυμμένος μέσα σε φωλιά ή αυτός που διαμένει σε έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωλῶ + κατάλ. τήρ*] …   Dictionary of Greek

  • φωλητήριον — τὸ, Α τόπος μυστικής συνάθροισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωλῶ + κατάλ. τήριον*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”